Η ποιότητα ζωής αποτελεί μία σημαντική πτυχή της συνολικής κατάστασης της υγείας του ατόμου και μπορεί να αξιολογηθεί με τη χορήγηση έγκυρων και αξιόπιστων ερωτηματολογίων με απώτερο στόχο το σχεδιασμό της θεραπείας ανάλογα με τις εξατομικευμένες ανάγκες του ασθενούς. Σχετικές έρευνες έχουν δείξει ότι οι χρόνιες ασθένειες επηρεάζουν την ποιότητα ζωής των ασθενών, την έκβαση της ασθένειας, τη λειτουργικότητα και τη συμμόρφωση στη θεραπεία. Ωστόσο, η ποιότητα ζωής φαίνεται να επηρεάζεται και από παράγοντες κινδύνου, όπως κοινωνικό-δημογραφικοί (ηλικία, φύλο, εθνικότητα, εκπαιδευτικό επίπεδο και κοινωνικοοικονομική, οικογενειακή και εργασιακή κατάσταση), κλινικοί (επίπεδα αιμοσφαιρίνης, διατροφικοί βιοδείκτες, ανεπαρκής πρόσληψη πρωτεϊνών, δείκτες ορυκτού μεταβολισμού, μειωμένη διατροφική πρόσληψη απαραίτητων στοιχείων για τον οργανισμό και συννόσηση με άλλες σωματικές νόσους) και ψυχολογικοί (κατάθλιψη, αντίληψη των επιπτώσεων της νόσου, έλλειψη κοινωνικής υποστήριξης, διαταραχές άγχους, χαμηλή αυτοεκτίμηση, αρνητική εικόνα εαυτού, δυσφορικά συναισθήματα, εξωτερικό κέντρο ελέγχου υγείας, απουσία σωματικής υποστήριξης, δυσλειτουργία στο οικογενειακό σύστημα, δύσκαμπτες αντιλήψεις και πεποιθήσεις για τη νόσο).
Ειδικότερα, η κατάθλιψη, η αντίληψη των επιπτώσεων της νόσου, η έλλειψη κοινωνικής υποστήριξης και οι διαταραχές άγχους έχουν συνδεθεί με μειωμένη ποιότητα ζωής και αυξημένο δείκτη θνησιμότητας σε ασθενείς με αιμοκάθαρση. Μελέτες έχουν δείξει ότι οι ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση αναφέρουν φτωχότερη συναισθηματική ευημερία, φτωχότερη ικανοποίηση από τη ζωή και χειρότερο επίπεδο λειτουργικότητας. Επίσης, οι αντιλήψεις των ασθενών για την ασθένεια και τη θεραπεία και οι πεποιθήσεις τους σχετικά με τη θεραπεία συνδέονται επίσης έντονα με χαμηλότερα επίπεδα ποιότητας ζωής. Η εστίαση και η βελτίωση των διαστάσεων της ποιότητας (σωματική-φυσική, ψυχική, πνευματική και κοινωνική ευεξία) ζωής του ασθενή μπορεί να συνεισφέρει θετικά στην εξέλιξη και την έκβαση της θεραπείας.
Ως εκ τούτου, τα θεραπευτικά προγράμματα παρέμβασης μπορούν να προσαρμοστούν στις εκάστοτε ανάγκες του ασθενή, μεγιστοποιώντας ταυτόχρονα τα οφέλη του ιατρικού θεραπευτικού σχήματος και λειτουργώντας ως ‘ασπίδα’ για την υγεία και την επανάκτηση της λειτουργικότητας των ατόμων που νοσούν από χρόνιες ασθένειες. Η εφαρμογή ωστόσο των προγραμμάτων παρέμβασης προϋποθέτει την οικοδόμηση μίας σχέσης εμπιστοσύνης, αμοιβαίου σεβασμού και κατανόησης μεταξύ του επιστημονικού προσωπικού και του ασθενή. Η σχέση αυτή μπορεί να οδηγήσει στην εδραίωση της θεραπευτικής συμμαχίας και του συνεργατικού εμπειρισμού του ασθενή με το θεράποντα, με αποτέλεσμα την καλύτερη έκβαση της θεραπείας.